Γκουαρίνι, Μπατίστα

Γκουαρίνι, Μπατίστα
(Battista Guarini, Φεράρα 1538 – Βενετία 1612).Ιταλός λόγιος. Διετέλεσε καθηγητής της ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Φεράρα και ήταν μαζί με τον Τορκουάτο Τάσο μέλος της ακαδημίας της Πάντοβα. Έως το 1588 ήταν πρεσβευτής στο Τορίνο, στη Βενετία, στη Ρώμη και δύο φορές στην Κρακοβία. Αργότερα έζησε στη Φλωρεντία, στο Ουρμπίνο και στη Ρώμη και τιμήθηκε με πολλούς ακαδημαϊκούς τίτλους. Τύπος λογίου του τέλους της Αναγέννησης, συνέγραψε τα έργα Ρίμες (1598), Γράμματα (1593) και Δοκίμιο περί πολιτικής ελευθερίας (1818), με το οποίο υπερασπίστηκε τον δεσποτισμό των αρχόντων. Ο Γ. εμπλούτισε το βουκολικό δράμα, πρότυπο του οποίου ήταν ο Αμύντας του Τουρκουάτο Τάσο. Στην εργογραφία του περιλαμβάνεται και η ποιμενική ιλαροτραγωδία Πιστός βοσκός (1589), που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία στη Μάντοβα. Το έργο προκάλεσε άγρια πολεμική και ο Γ. απάντησε υποστηρίζοντας, από τους πρώτους τον 17o αι., την ανάγκη για λιγότερο δογματική μελέτη της Ποιητικής του Αριστοτέλη, τονίζοντας ότι μόνοι και γνήσιοι κριτές των θεατρικών έργων είναι οι θεατές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Μαρέντσιο, Λούκα — (Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”